- βαρελοσάνιδο
- τοκαθένα από τα κυρτά σανίδια με τα οποία κατασκευάζεται το βαρέλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαρελοσάνιδο — το καθεμιά από τις πλαϊνές σανίδες ενός βαρελιού … Dictionary of Greek
δούγα — και ντούγια και δόγα, η (Μ δόγα) 1. στεφάνι βαρελιού 2. βαρελοσάνιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. doga] … Dictionary of Greek